- συζεύω
- συζεύω και συζεύγω σύζευξα, συζεύχτηκα, συζευγμένος1. ενώνω, συνδέω παράλληλα.2. μτφ., παντρεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.